- μαντικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη μαντεία, ο μαντευτικός, ο προφητικός: Είχε μαντικές δυνάμεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαντικός — prophetic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντικός — ή, ό (AM μαντικός, ή, όν) [μάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη ή στη μαντεία, προφητικός (α. «μαντικὸν γένος» οι μάντεις, Σοφ. β. «φῆμαι μαντικαί» προφητικοί λόγοι, Σοφ. γ. «μαντικὴ ἐπίπνοια» προφητική έμπνευση, Πλάτ.) 2. φρ.… … Dictionary of Greek
μαντικά — μαντικός prophetic neut nom/voc/acc pl μαντικά̱ , μαντικός prophetic fem nom/voc/acc dual μαντικά̱ , μαντικός prophetic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντικώτερον — μαντικός prophetic adverbial comp μαντικός prophetic masc acc comp sg μαντικός prophetic neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντικῶν — μαντικός prophetic fem gen pl μαντικός prophetic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντικόν — μαντικός prophetic masc acc sg μαντικός prophetic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντικώτατον — μαντικός prophetic masc acc superl sg μαντικός prophetic neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντικαῖς — μαντικός prophetic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντικαί — μαντικός prophetic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντικοῖς — μαντικός prophetic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)